Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καὶ ϑεραπεύειν

См. также в других словарях:

  • θεραπεύω — και θαραπεύω και θεραπεύγω (AM θεραπεύω) 1. περιποιούμαι ασθενή 2. αποκαθιστώ την υγεία κάποιου, γιατρεύω (α. «αυτός ο γιατρός μέ θεράπευσε» β. «τούς... ἰατροὺς θεραπεύειν ἐκέλευσεν», Ξεν.) νεοελλ. 1. φρ. «θεραπεύω τις Μούσες, τα γράμματα κ.λπ»… …   Dictionary of Greek

  • θεραπεία — Σύνολο μέτρων ικανών να προλάβουν την εκδήλωση ή να καταπολεμήσουν με επιτυχία μία παθολογική κατάσταση και τα συμπτώματά της· θεραπευτική αντίστοιχα καλείται ο κλάδος της ιατρικής που μελετά και υποδεικνύει τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη θ …   Dictionary of Greek

  • TERAPHIM — memorati Genes. c. 31. v. 19. Furata est Rachel Teraphim Patris sui: et alibi; ut videbitur; vox est Hebr. a singul. Taraph, quod in genere significat perfectam viri imaginem, ut 1. Sam. c. 19. v. 13. Michal vero assumptam quandam imaginem (Hebr …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ευδοξία — (; – 404 μ.Χ.). Αυτοκράτειρα του Βυζαντίου (400 4). Κόρη Φράγκου στρατηγού, έγινε σύζυγος του αυτοκράτορα Αρκαδίου (395 408). Η Ε. ήταν υπερβολικά φιλόδοξη και αυταρχική με έντονη προσωπικότητα. Ήρθε γρήγορα σε σύγκρουση με τον ισχυρό ευνούχο… …   Dictionary of Greek

  • κυνηγετικός — ή, ό (AM κυνηγετικός, ή, όν) [κυνηγέτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κυνηγό ή στο κυνήγι («κυνηγετικό όπλο») 2. ο ικανός και έμπειρος στο κυνήγι (α. «κυνηγετικά σκυλιά» β. «οὐδέ γε κύνας πᾱς ἐπίσταται θεραπεύειν, ἀλλ ὁ κυνηγετικός»,… …   Dictionary of Greek

  • περισπογγίζω — Α σφουγγίζω γύρω γύρω, καθαρίζω από παντού, ολόγυρα («ταὐτὸν θεραπεύειν καὶ περισπογγίζειν», Θεόφρ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»